τρυπάνη

τρυπάνη
η , τρυπάνι τό
1) сверло; сверлильный станок; бурав; 2) тех трещотка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τρυπάνη" в других словарях:

  • τρυπάνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπάνῃ — τρυπάνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπάνη — η, ΝΑ το τρυπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. τρύπανον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • τρυπάνης — τρυπάνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»